- παχυκάλαμος
- πᾰχυ-κάλᾰμος [pron. full] [κᾰ], ον,A thick-stalked, Thphr.CP3.21.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παχυκάλαμος — thick stalked masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυκάλαμος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ.) του νομού Άρτας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (6 τ. χλμ.). * * * ον, Α (για φυτά) αυτός που έχει παχύ, χοντρό καλάμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + κάλαμος (πρβλ. λεπτο κάλαμος)] … Dictionary of Greek
παχυκαλαμώτερον — παχυκάλαμος thick stalked masc acc comp sg παχυκάλαμος thick stalked neut nom/voc/acc comp sg παχυκάλαμος thick stalked adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυκάλαμον — παχυκάλαμος thick stalked masc/fem acc sg παχυκάλαμος thick stalked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει … Dictionary of Greek
παχυ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. παχύς και προσδίδει στο β συνθετικό τις σημ: α) «παχύς, χοντρός, εξογκωμένος, πηχτός» (πρβλ. παχύ αιμος, παχύδερμος, παχύ ρρευστος, παχύ σαρκος, παχύ σωμος) β)… … Dictionary of Greek